τουρκοτέλι

τουρκοτέλι
το, Ν
φόρος που κατέβαλλαν οι κάτοικοι τών νησιών τού Αιγαίου στους Φράγκους κατακτητές για να τον δίνουν αυτοί στους Τούρκους πειρατές και να αποφεύγουν τις επιδρομές στα νησιά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + τέλος «φόρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”